Η μέρα που γεννήθηκε η «επίσημη αγαπημένη»!

Η 14η Ιουνίου του 1987 θα μείνει για πάντα χαραγμένη στο μυαλό των Ελλήνων φιλάθλων.
Η μέρα που γεννήθηκε η «επίσημη αγαπημένη»!

Σίγουρα η 14η Ιουνίου 1987 είναι ημερομηνία – σταθμός για το ελληνικό μπάσκετ, αλλά και τον ελληνικό αθλητισμό γενικότερα. Εκείνη την καλοκαιρινή κυριακάτικη νύχτα, η εθνική ομάδα μπάσκετ ανάγκασε όλους τους Έλληνες – φιλάθλους και μη- να βγουν στους δρόμους για να πανηγυρίσουν την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος μπάσκετ, την πρώτη στην ιστορία του αθλήματος, που ήλθε έπειτα από ένα συγκλονιστικό αγώνα με τη Σοβιετική Ένωση και νίκη με 103-101 στην παράταση. Ήταν ο μεγαλύτερος θρίαμβος του ελληνικού αθλητισμού σε ομαδικό άθλημα μέχρι τότε και θα παραμείνει μέχρι το 2004, όταν η εθνική ομάδα θα κατακτήσει το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα ποδοσφαίρου.

Στο 25ο Ευρωμπάσκετ συμμετείχαν 12 ομάδες. Aυτές ήταν οι: Ελλάδα, Σοβιετική Ένωση, Γιουγκοσλαβία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Δυτική Γερμανία, Τσεχοσλοβακία, Ρουμανία, Πολωνία, Ισραήλ και Ολλανδία χωρισμένες σε δύο ομίλους των έξι ομάδων η κάθε μία. Οι τέσσερις πρώτες ομάδες κάθε ομίλου θα περνούσαν στην προημιτελική φάση. Η εθνική μας κληρώθηκε στον πρώτο όμιλο, που ήταν και ο δυσκολότερος, με αντιπάλους τη Σοβιετική Ένωση, τη Γιουγκοσλαβία, την Ισπανία, τη Ρουμανία και τη Γαλλία.

Ο ομοσπονδιακός τεχνικός Κώστας Πολίτης, 45 χρονών τότε, με σημαντική θητεία στο παρκέ είτε ως παίκτης είτε ως προπονητής του Παναθηναϊκού, είχε αναλάβει τις τύχες της Εθνικής το 1982 κι έθεσε ως στόχο τη δημιουργία μιας νεανικής ομάδας με μακροπρόθεσμους στόχους. Οι 12 παίχτες που πήραν μέρος στο Ευρωμπάσκετ του 1887 ήταν: Νίκος Γκάλης, Παναγιώτης Γιαννάκης, Παναγιώτης Φασούλας, Φάνης Χριστοδούλου, Μέμος Ιωάννου, Λιβέρης Ανδρίτσος, Αργύρης Καμπούρης, Νίκος Σταυρόπουλος, Νίκος Λινάρδος, Μιχάλης Ρωμανίδης, Νίκος Φιλίππου, Παναγιώτης Καρατζάς.

Φάση των ομίλων

Οι αγώνες της εθνικής μας ξεκίνησαν στις 3 Ιουνίου, με εύκολη νίκη επί της πιο αδύνατης ομάδας του ομίλου, της Ρουμανίας με 109-77 (60-49), με 44 πόντους του Νίκου Γκάλη. Οι εξέδρες του ΣΕΦ δεν ήταν γεμάτες, δηλωτικό ότι οι φίλαθλοι δεν πίστευαν στις δυνατότητες της ομάδας για κάτι καλό, παρά την ύπαρξη σπουδαίων παικτών στην σύνθεσή της.

Η νίκη επί της μεγάλης Γιουγκοσλαβίας των Ντράζεν Πέτροβιτς, Βράνκοβιτς, Κούκοτς και Πάσπαλι με 84-78 (42-49), στις 4 Ιουνίου, «ξύπνησε» συνειδήσεις κι έδωσε το έναυσμα για να κατακλύσουν τις εξέδρες του ΣΕΦ οι έλληνες φίλαθλοι. Ο Γκάλης, πραγματική καλαθομηχανή, πέτυχε για δεύτερη σερί ημέρα 44 πόντους, δείχνοντας ότι θα είναι ο παίκτης που θα ξεχωρίσει στη διοργάνωση. Στα αρνητικά του αγώνα ο τραυματισμός του Φιλίππου.

Την επόμενη μέρα, στις 5 Ιουνίου, ο ενθουσιασμός από τη νίκη επί των «πλάβι» ήταν μεγάλος, όμως ήρθε η … απότομη προσγείωση για την εθνική απέναντι στην Ισπανία. Οι «φούριας ρόχας» επιβεβαίωσαν ότι είναι ο κακός δαίμονάς μας κι επικράτησαν εύκολα με 106-89 (55-38), παρά τους 35 πόντους του Γκάλη, τους 20 του Φασούλα και τους 17 του Γιαννάκη.

Στη συνέχεια, ήρθε και νέα ήττα για την εθνική στις 6 Ιουνίου από τη Σοβιετική Ένωση με 69-66 (30-37), με τον Τσεχοσλβάκος διαιτητή Κοτλέμπα να… βάζει το χεράκι του, προκαλώντας την εξέδρα με τα σφυρίγματά του. Ο Γκάλης σημείωσε 31 πόντους, αλλά δεν έφτασαν για τη νίκη.

Και φθάνουμε αισίως στο τελευταίο και πιο κρίσιμο παιχνίδι της φάσης των ομίλων, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα. Στις 7 Ιουνίου η Ελλάδα ήταν υποχρεωμένη να κερδίσει την ισχυρή Γαλλία για να περάσει στα προημιτελικά και να μην γράψει ακόμα μία αποτυχία στο παθητικό της σε μεγάλη διοργάνωση. Με τη συμπαράσταση του κόσμου και τους 34 πόντους του Γκάλη, νίκησε 82-69 (38-38) και πέτυχε τον βασικό της στόχο, που ήταν να μπει στην οκτάδα. Μετά τη νίκη επί της Γαλλίας και την πρόκριση στους «8», η Ελλάδα ζούσε πραγματικά στον πυρετό του «Ευρωμπάσκετ».

Προημιτελική φάση (10 Ιουνίου): Ελλάδα – Ιταλία 90-78 (49-35)

Η Ελλάδα με την τέταρτη θέση που κατέκτησε στον πρώτο όμιλο, αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει την πρώτη του άλλου γκρουπ, η οποία δεν ήταν άλλη από την πανίσχυρη τότε Ιταλία. Από την αρχή υπήρχε διάχυτη η αισιοδοξία ότι η εθνική μπορούσε να επικρατήσει της «σκουάντρα ατζούρα», μιας από τις παραδοσιακές δυνάμεις του αθλήματος με σπουδαίους παίχτες στη σύνθεσή της. Δεν την είχε κερδίσει ποτέ στον παρελθόν, αλλά ο προημιτελικός εξελίχθηκε σε μονόλογο και ο Νίκος Γκάλης έλεγε στο τέλος: «Ήμουν τόσο σίγουρος ότι θα κερδίσουμε, από την ώρα της παρουσίασης των ομάδων. Έβλεπα φοβισμένα τα μάτια των Ιταλών». Με 38 πόντους του Γκάλη, 22 του Γιαννάκη και 12 του Καμπούρη, που ήταν η αποκάλυψη του αγώνα η Ελλάδα επικράτησε των Ιταλών με 90-78 (49-35) και πέρασε πανηγυρικά στα ημιτελικά.

Ημιτελική φάση (12 Ιουνίου): Eλλάδα – Γιουγκοσλαβία 81-77 (35-45)

Σε αυτήν τη φάση το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα βρήκε μπροστά στο δρόμο του ξανά τη Γιουγκοσλαβία, η οποία είχε αποκλείσει στον δικό της προημιτελικό την Πολωνία με 128-81. Την ξανακέρδισε με επική ανατροπή στο δεύτερο ημίχρονο 81-77 (35-45). Ο Φάνης Χριστοδούλου με 18 πόντους (3 τρ.) ήταν ο καθοριστικός παράγοντας για τη μεγάλη νίκη, φέρνοντας την ομάδα του Κώστα Πολίτη στον τελικό της διοργάνωσης και την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου να μην φαντάζει πια ένα… όνειρο.

Τελικός (14 Iουνίου): Eλλάδα – Σοβιετική Ένωση 103-101

Στον μεγάλο τελικό της διοργάνωσης, η εθνική μας ξαναβρήκε μπροστά της τη Σοβιετική Ένωση, η οποία στον δικό της ημιτελικό είχε επικρατήσει της Ισπανίας με 113-96. Στο ΣΕΦ επικρατούσε το αδιαχώρητο, όλη η Ελλάδα βρισκόταν καρφωμένη μπροστά από την τηλεόραση, ενώ όλη η τότε πολιτική ηγεσία της χώρας βρέθηκε στις θέσεις των επισήμων με ελληνικές σημαίες, περιμένοντας με αγωνία τον τελικό. Ακόμα και ο σπουδαίος Ρόνι Σεϊκέλι έκατσε με πολιτικά πίσω από τον πάγκο των διεθνών μας, έστω κι αν δεν μπόρεσε ποτέ να αγωνιστεί με τη φανέλα της Ελλάδας.

Ο αγώνας ήταν συγκλονιστικός και με τις δύο βολές του Λιβέρη Ανδρίτσου στο τέλος της κανονικής διάρκειας, το ματς στην παράταση (89-89). Εκεί χρειάστηκαν οι βολές του… τίμιου γίγαντα Αργύρη Καμπούρη τρία δευτερόλεπτα πριν το τέλος, οι οποίες έγραψαν το τελικό σκορ 103-101 υπέρ της εθνικής μας.

Από εκεί και πέρα, τίποτα δεν ήταν το ίδιο. Αυτή η παρέα άνοιξε το δρόμο και για όλες τις μετέπειτα επιτυχίες του ελληνικού μπάσκετ σε όλα τα επίπεδα. Το πιο σημαντικό απ’ όλα ήταν ότι έβαλε στα σπίτια μας το άθλημα που μας έχει χαρίσει τις περισσότερες συγκινήσεις από οποιαδήποτε άλλο.

Σε ενδιαφέρει