Αν Μπέντο είχε το Γιούση και το Βρακά…

Αν δεν υπήρχε ο Πορτογάλος, δεν θα υπήρχαν Ρέτσος, Ανδρούτσος, Νικολάου, και τόσοι άλλοι…
Αν Μπέντο είχε το Γιούση και το Βρακά…

Και… ξαφνικά, το πανελλήνιο έμαθε ότι στην ΑΕΚ παίζει ένα σούπερ ταλέντο, ο Χρήστος Γιούσης, 18 ετών και σκόρερ των δυο τερμάτων της ομάδας του στο ματς κόντρα στην Καλλιθέα. Όπως έμαθε και το Γιώργο Βρακά του ΠΑΟΚ που κι αυτός έπαιξε κόντρα στον Αιγινιακό, επίσης για το κύπελλο. Δεν είναι καν 17 ετών. Κάθε νέα «γέννηση»… γενικώς όχι μόνο στο ποδόσφαιρο είναι και μία ελπίδα.
Έτσι, ωστόσο, είναι όταν μιλάμε για το ελληνικό ποδόσφαιρο; Μακάρι να ήταν, αλλά δεν είναι. Η ιστορία, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, έχει συντρίψει κάθε ελπίδα, ειδικά όταν αναφερόμαστε στις μεγάλες ομάδες. Αυτές, συνήθως, δεν εμπιστεύονται νέα παιδιά. Θέλουν φτασμένους παίκτες.
Όταν ξεπετάγονται τέτοια ταλέντα από τα «σπλάχνα» κάθε ομάδες, δημιουργούν μία άλλη αίσθηση στο φίλαθλο κόσμο, διαφορετική από την οποιαδήποτε μεταγραφή. Είναι σαφώς μεγαλύτερο το συναισθηματικό δέσιμο μεταξύ της κερκίδας με το κάθε «παιδί της ομάδας».
Δυστυχώς, όμως, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, αυτού του τύπου οι ρομαντισμοί εκλείπουν. Είναι αμείλικτη η πραγματικότητα του ποδοσφαίρου που θέλει άμεσα αποτελέσματα και στη θέση του Βρακά και του Γιούση, να παίζουν ξένοι συνήθως.
Ο Ολυμπιακός πρωτοστάτησε στην παραγωγή ταλέντων. Μανθάτης, Ρέτσος, Ανδρούτσος, Τσιαμίκας, Νικολάου κι άλλα παιδιά πήραν τις ευκαιρίες τους. Μέχρι εκεί, όμως. Πήραν τις… ευκαιρίες τους. Τι άραγε, σημαίνει αυτό; Ότι ο προπονητής έβγαλε την… υποχρέωση ότι θα έπρεπε να τους δώσει ευκαιρίες;
Και που πήραν τις ευκαιρίες τους, τι ακριβώς αποτέλεσμα υπήρξε; Υπήρξε επιμονή; Υπήρξε σωστή διαχείριση; Ερώτηση: Αν δεν υπήρχε ο Μπέντο, θα υπήρχε… Ρέτσος; Δεν είμαι σίγουρος. Αυτός επέμενε στους νεαρούς. Μόλις έφυγε, πέθανε και η ελπίδα.
Το θέμα είναι το εξής: Εμπιστεύεται ή όχι ο προπονητής τον κάθε παίκτη του; Αν ναι, τον χρησιμοποιεί. Τέλος. Αν δεν τον εμπιστεύεται, για δικούς του λόγους, τον αφήνει στην κερκίδα. Στην Ελλάδα, συνήθως, τα ταλέντα κάθονται στην κερκίδα, ούτε καν στον πάγκο.
Στην Ελλάδα οι προπονητές είναι ευθυνόφοβοι με τους νεαρούς. Προτιμούν τη σιγουριά του έμπειρου, παρά το νεανικό ενθουσιασμό του «σπλάχνου». Ελπίζω και εύχομαι ο Λουτσέκου με τον Χιμένεθ να μην σκέφτονται «αλά ελληνικά» και να δούμε αυτά τα παλικαράκια, το Γιούση και τον Βρακά να ξαναπαίζουν στο πρωτάθλημα και όχι σε τίποτα ανούσια ματς κυπέλλου.
Αυτός ο τόπος έχει άπλετο ταλέντο, ξεφούρνισε παικταράδες και παικταράδες. Πότε, όμως; Όταν η παγκοσμιοποίηση δεν είχε, ακόμα, εμφανιστεί. Η Ρεάλ Μαδρίτης ήθελε το Μίμη Δομάζο και το Μίμη Παπαϊωάννου. Όλη η Αγγλία τον Αντώνη Αντωνιάδη, ο Θωμάς Μαύρος έπαιξε στη Μικτή Κόσμου.
Όσο περνούν τα χρόνια ο τόπος συνεχίζει να «γεννάει» παιχτρόνια, αλλά δεν τα εμπιστεύεται και είτε χάνονται και αν είναι… τυχερά θα καταλήξουν σε μικρομεσαίες ομάδες της βόρειας Ευρώπης. Προγραμματισμός, μηδενικός. Ανύπαρκτος. Κι ούτε πρόκειται ν’ αλλάξει αυτή η «κουλτούρα φόβου» προς το νέο άνθρωπο…

Σε ενδιαφέρει