Η είδηση, ως συνήθως, πέρασε στα ψιλά. «Διαλύθηκε ο Ηρακλής». Τόσο απλά. Για όλους εμάς που μεγαλώσαμε στη Θεσσαλονίκη, αυτό δεν ήταν γροθιά στο στομάχι, αλλά «μαχαιριά». Ο Ηρακλής του Χατζηπαναγή, διαλύθηκε. Τι ήταν ο Ηρακλής; Ο «βασιλιάς της εποχής του ρομαντισμού». Ό,τι ήταν ο Άρης του Γκάλη και του Γιαννάκη στην μπασκετική Ελλάδα, ήταν ο Ηρακλής του Βασίλη, του Λάκη Παπαϊωάννου και των άλλων παικταράδων.
Ο Ηρακλής εκείνης της εποχής είχε παντού μόνο φίλους για το περίτεχνο ποδόσφαιρο που έπαιζε. Είχαμε, μάλιστα, την τύχη στο «Καυταντζόγλειο» να δούμε τον Μαραντόνα, πριν από τον… Μαραντόνα. Διότι αυτό ήταν ο Βασίλης Χατζηπαναγής. Τότε, όμως, δεν υπήρχε internet για να μάθαινε ο κόσμος τι ήταν ο Βασίλης. Δυστυχώς, η ιστορία άρχισε να γράφεται και στο ελληνικό ποδόσφαιρο μόλις μας ήρθε το διαδίκτυο.
Τον Ιανουάριο του 1988 σπεύσαμε σωρηδόν στην προπόνηση του Ηρακλή, γιατί είχε έρθει μεγάλο προπονητικό όνομα. Ήταν ο Σουηδός Άγκνε Σίμονσον, βασικός επιθετικός της εθνικής ομάδας που είχε παίξει στον τελικό του Μουντιάλ 1958 (κέρδισε 5-2 η Βραζιλία του 18αχρονου Πελέ) και μετέπειτα συμπαίκτης του Πούσκας και του Ντι Στέφανο στη Ρεάλ Μαδρίτης.
Δέκα λεπτά είχε αρχίσει η προπόνηση, όταν ο Σουηδός γούρλωσε τα μάτια του. Και είπε στο μεταφραστή: «Αυτός ο παίκτης, γιατί δεν παίζει στη Ρεάλ Μαδρίτης;» Για το Χατζηπαναγή, φυσικά. Τέλος πάντων, ο Ηρακλής ήταν το σημείο αναφοράς τις Κυριακές μας κι έτσι ήρθε ένα ψυχολογικό «δέσιμο» με τον Ηρακλή. Αυτή η ιστορία, καθώς και άλλες πολλές, όπως κατακτήσεις κυπέλλων κλπ., σβήστηκαν μονοκοντυλιά.
Η ιστορία και η συλλογική μνήμη μπήκαν στο στόχαστρο την σύγχρονη εποχή, λες και η ζωή άρχισε τα τελευταία 10-15 χρόνια. Η κυρίαρχη αντίληψη του σήμερα είναι κυνική, ωμή, απάνθρωπη. Δεν έχει η ομάδα λεφτά, έχει χρέη και διαλύθηκε. Τόσο απλά. Το λένε και νεοφιλιλευθερισμό, αυτό το καινούργιο «φρούτο» της οικονομίας. Δεν έχεις λεφτά; Πέθανες. Το συναίσθημα δεν παίζει κανένα ρόλο. Κάτι σαν την κοινωνία των ζόμπι ένα πράγμα…
Κάπως έτσι παραλίγο να διαλυθεί η ΑΕΚ. Δεν διαλύθηκε, όμως. Τουναντίον, ο λαός της χαλυβδώθηκε και την επανέφερε. Αυτό λέγεται συλλογική μνήμη, την οποία θέλουν να εξαφανίσουν. Συσπειρώθηκε, αγωνίστηκε, νίκησε. Είναι το παράδειγμα για κάθε οπαδό που βλέπει την ομάδα του να πέφτει θύμα της «νέας ζωής» του «βλέπε, άκου, μη μιλάς» που προσπαθούν να επιβάλλουν στον κόσμο, με την ψευδεπίγραφη δημοκρατία πως τάχα είσαι ελεύθερος να λες ό,τι θες, αλλά στην ουσία δεν μπορείς να σκέφτεσαι ό,τι θες…