Οι Γερμανοί κατάφεραν να κατακτήσουν το τρόπαιο του κυπέλλου Συνομοσπονδιών, νικώντας 1-0 στον τελικό τη Χιλή, έχοντας, μάλιστα, στο ρόστερ, μόλις τρεις ποδοσφαιριστές από την ομάδα που κατέκτησε το Μουντιάλ της Βραζιλίας το 2014. Στο πέρασμα των χρόνων οι Γερμανοί εξακολουθούν να τετραγωνίζουν το κύκλο στο ποδόσφαιρο. Τη μπάλα, ωστόσο, πάντα θα πληρώνουν αδρά για να την αγοράζουν από κάτι χώρες σαν τη Χιλή και τη Λατινική Αμερική γενικότερα. Εκεί το ποδόσφαιρο είναι μπάλα. Αντιληπτή, φαντάζομαι, η διαφορά. Τη μπάλα δεν θα την τετραγωνίσουν ποτέ.
Οι Γερμανοί ποδοσφαιριστές, αυτοί που είδαμε στο Confederations Cup, είναι κατασκευάσματα των γυμναστηρίων και της επιστημονικής υποστήριξης και δεν αναφέρομαι σε κάτι ύποπτο κατ’ ανάγκη. Είναι κάτι σαν τα μεταλλαγμένα ποδοσφαιρικά προϊόντα, άχρωμα, άγευστα, τα οποία ο ποδοσφαιρόκοσμος καταναλώνει μόνο επειδή του αρέσει το ποδόσφαιρο. Προϊόντα που δεν προσφέρουν καμία απολύτως ευχαρίστηση στη γεύση γιατί δεν έχουν γεύση.
Πείτε μου έναν Γερμανό ποδοσφαιριστή, απ’ αυτούς που είδαμε σ’ αυτό το τουρνουά, που να είναι ένα σούπερ ταλέντο. Να κάνει «παιχνιδάκια» κι όχι παιχνίδι με τη μπάλα. Ακόμα κι αυτός ο εξαιρετικός Ντράξλερ, υποτάσσει το ταλέντο του στο γρανάζι του ορθολογικού πλάνου. Οι υπόλοιποι είναι τρεχαλατζήδες, οι οποίοι γνωρίζουν μόνο τα βασικά. Να τρέχουν και να πασάρουν «με τη μία». Αυτό το περίφημο «one touch».
Οι Χιλιάνοι, γεννημένοι με το ταλέντο της αλάνας, όπως και σχεδόν όλα τα παιδιά του Νοτίου Ημισφαιρίου, έχουν μία ιεραποστολική προοπτική. Να υπηρετήσουν τις μονοκόμματες κοινωνίες σαν τις γερμανικές, παρουσιάζοντας στο χορτάρι κρυμμένα μυστικά της μπάλας, τα οποία μόνο η φτώχεια, η ανέχεια, η δίψα για ζωή και παιχνίδι μπορεί να φανερώσει. Στη Γερμανία δεν υπάρχει παίκτης σαν τον Αλέξις Σάντσεζ και τον Αρτούρο Βιδάλ και τον Αράνκις και τον Βάργκας. Μην πάμε μακριά. Η Μπάγερν, στον ημιτελικό του Τσάμπιονς Λιγκ κόντρα στη Ρεάλ, είχε μόλις τρεις Γερμανούς στο χορτάρι.
Μετά τον χαμένο τελικό, οι Χιλιάνοι ξέσπασαν σε κλάματα, όπως κλαίει ένα παιδί, όταν του πάρεις ένα παιχνίδι από τα χέρια. Έτσι ακριβώς και οι Χιλιάνοι. Έκλαιγαν, γιατί έχασαν το… παιχνίδι τους. Διότι το παιχνίδι είναι συναίσθημα. Οι Γερμανοί, αποστεωμένοι από συναισθήματα, πανηγύρισαν επειδή έφεραν εις πέρας μία αποστολή. Πανηγύρισαν. Φυσικά. Άλλο, όμως, ένας επαγγελματικός πανηγυρισμός κι άλλο η χαρά νικηφόρου αποτελέσματος ενός παιχνιδιού. Παιχνιδιού, όχι αγώνα.
Αν οι Γερμανοί δεν είχαν τα χρήματα για ν’ αγοράζουν τα σούπερ ταλέντα, το ποδόσφαιρό τους του σήμερα θα καταντούσε χειρότερο κι απ αυτό της Ιταλίας της δεκαετίας του ’60 αι του ’70. Ένα μονόχνοτο πράγμα, χωρίς εκπλήξεις, βασισμένο στην εξαιρετική του τυποποίηση. Μα, το ποδόσφαιρο δεν μπορεί να είναι κονσερβαρισμένο, διάολε. Δεν μπορεί να εκμηδενίζει το απρόβλεπτο, την «αλητεία» του παίκτη να ξεγελάσει τον αντίπαλο, τη χαρά. Δεν μπορεί να είναι μια ευθεία γραμμή.
Στο παρελθόν οι Γερμανοί καλλιεργούσαν το ταλέντο των πιτσιρικάδων γι αυτό και γέννησαν έναν Ούβε Ζέλερ, έναν Όβερατ, έναν Νέτζερ, έναν Μπόνοφ, έναν Γκραμπόφσκι, έναν Μπράιτνερ, έναν Χάνσι Μίλερ, έναν Φέλιξ Μάκγκατ. Τη δεκαετία 1985-95 οι Γερμανοί κατασκεύασαν τον ποδοσφαιριστή – υπεραθλητή Λόταρ Ματέους. Από τότε, δεν επεδίωξαν ποτέ να ξεφύγουν από αυτή τη λογική των υπεραθλητών. Ο Ματέους ήταν μεγάλος παίκτης, αλλά δεν θα μπορούσε ποτέ να κάνει μισή ώρα γκελ μ’ ένα πορτοκάλι, όπως ο Αρτούρο Βιδάλ…