Όταν το ποδόσφαιρο ξεφεύγει από τη συμβατική λογική, ο δεξιοπόδαρος να παίζει στη δεξιά πλευρά και αντίστοιχα ο αριστερπόδαρος στην αριστερή, τότε προκύπτει μια νέα ορολογία: Τα «ανάποδα πόδια». Τι νέο «φρούτο» είναι αυτό; Είναι μία έμπνευση των προπονητών για να βάλουν δύσκολα στους αμυντικούς. Ας θυμηθούμε κλασικές περιπτώσεις «ανάποδων ποδιών».
Ο Λίο Μέσι παίζει στην δεξιά πλευρά της Μπαρτσελόνα. Ο Ρονάλντο στην αριστερή. Ο Μπέιλ είναι αριστερός και αγωνίζεται δεξιά. Η πλέον κλασική περίπτωση «ανάποδων», ο Ριμπερί με τον Ρόμπεν στην Μπάγερν κι ο Αζάρ στην Τσέλσι και του Νεϊμάρ, φυσικά. Και στην Ελλάδα έφτασε ο νεωτερισμός. Ο Μάνταλος της ΑΕΚ παίζει αριστερά, ο Σεμπά του Ολυμπιακού δεξιά, ο Μπουμάλ του Παναθηναϊκού δεξιά και γενικά εγκαταλείφθηκε ο δογματισμός του «καλού ποδιού στην ανάλογη θέση». Δεν είναι, πλέον μία ποδοσφαιρική παραδοξότητα, αλλά περίπου ο κανόνας του σύγχρονου ποδοσφαίρου.
Η ιστορία του «ανάποδου ποδιού» είναι παλιά. Ο Στηβ Χάιγουεϊ, ο πιο αόρατη ντρίμπλα που πέρασε ποτέ από το ποδόσφαιρο ήταν δεξιοπόδαρος κι ο μέγας δάσκαλος της Λίβερπουλ Μπίλ Σάνκλι τον χρησιμοποιούσε αριστερά, αρχές δεκαετίας του ‘70. Ο άλλος μέγιστος προσφεσόρ Αγγλος Μπράιαν Κλαφ έβαζε αριστερό εξτρέμ τον δεξιοπόδαρο Τζόνι Ρόμπερτσον, τέλη δεκαετίας του ’70, αρχές του ’80. Και στην Ελλάδα, όμως, ο Σέρβος ζογκλέρ του Ολυμπιακού Μίλος Σέστιτς με αριστερό πόδι που άφηνε ξερούς τους αντιπάλους, έπαιζε δεξιά, γιατί έτσι ήθελε ο ίδιος πρώτα απ’ όλα και μετά ο Αντώνης Γεωργιάδης με τον Αλκέτα Παναγούλια που τον κοουουτάριζαν στην διετία 1985-87. Τι κέρδισαν με το «ανάποδο πόδι» οι προπονητές; Πρωταθλήματα και κύπελλα.
Μέγας θεωρητικός των «ανάποδων ποδιών» είναι ο μέγας Ολλανδός προπονητής Λουίς Βαν Γκάαλ και το ανέπτυξε σε σεμινάριο προπονητών από το 1999 ακόμα. Είχε πει τότε ότι ο τρόπος για ν’ αντιμετωπιστεί ένας καλός δεξιοπόδαρος παίκτης είναι εύκολος για τον αριστεροπόδαρο αμυντικό. Αρκεί να του βρει τα βήματα που δεν είναι και τίποτα το απίθανο. «Εκτός κι αν πρόκειται για τον Γκαρίντσα. Αυτός δεν κοβόταν με τίποτα, γιατί δεν είχε βήματα να τα βρει ο αμυντικός» είχε τονίσει γεμάτος θαυμασμό ο Λουίς Φαν Γκάαλ, για τον παμμέγιστο Βραζιλιάνο βιρτουόζο της δεκαετίας του ’60.
Τι κερδίζει, λοιπόν, ο προπονητής χρησιμοποιώντας «ανάποδα» τους παίκτες; Πρώτα απ’ όλα, στο σύγχρονο ποδόσφαιρο ο ποδοσφαιριστής έχει το «καλό» του πόδι, αλλά το άλλο δεν είναι εντελώς άχρηστο. Το έχει εκπαιδεύσει σε τέτοιο βαθμό ώστε να δύναται να βγάλει μια καλή σέντρα ή να κάνει σουτ.
Το άλλο και το πιο σημαντικό, είναι πως όταν το «ανάποδο πόδι» φεύγει από τα αριστερά, παρασύρει μαζί του τον αμυντικό, αλλά επειδή το πόδι στήριξης του δεξιοπόδαρου είναι το αριστερό, το πατάει γερά και κόβει δεξιά.
Έτσι, ο αριστεροπόδαρος αμυντικός δεν μπορεί «να του πάρει τα βήματα», όταν ο αντίπαλος χρησιμοποιεί ως μοχλό το αριστερό για να στρίψει. Το ίδιο ισχύει και για τον Μέσι που κάνει κούρσες από τα δεξιά στην πλάγια γραμμή, πατάει γερά το δεξί που είναι το πόδι στήριξης και κόβει αριστερά.
Ποιος, κατά τον Φαν Γκάαλ είναι το αντίδοτο στο «ανάποδο πόδι» του επιθετικού; «Είναι το ανάποδο πόδι του αμυντικού»!!! Δηλαδή, ένας αριστεροπόδαρος αριστερός μπακ να παίξει δεξιά κι ένας δεξιοπόδαρος… αριστερά. Μόνο έτσι, είπε, αυξάνονται οι πιθανότητες για τον αμυντικό να κόψει τον επιθετικό.
Ένα, ακόμα, πλεονέκτημα του ποδοσφαιριστή με το «ανάποδο πόδι» είναι πως όταν συγκλίνει, έχει μεγαλύτερη ευχέρεια να σουτάρει στην αντίπαλη εστία, έχει καλύτερη οπτική γωνία στην αντίπαλη εστία.